- χρυσοδακτύλιος
- χρυσοδακτύλιος, ον (Hesych. s.v. χρυσοκόλλητος) with a gold ring / rings on one’s finger(s) Js 2:2 (cp. Epict. 1, 22, 18).—M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
χρυσοδακτύλιος — ον, ΜΑ αυτός που φορεί χρυσό δαχτυλίδι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλητος σφραγίς χρυσοδακτύλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δακτύλιος «δαχτυλίδι»] … Dictionary of Greek
χρυσοδακτύλιος — χρῡσοδακτύλιος , χρυσοδακτύλιος with ring of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)